- εκδέκτωρ
- ἐκδέκτωρ ο (Α)1. αυτός που δέχεται κάτι από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα έργο2. διάδοχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκδέκτορα — ἐκδέκτωρ one who takes from another masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)